- ισαντής
- ἰσαντής, ὁ (Μ)κρατικός γραμματέας.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. nişancĺ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νισαντζής — και ἰσαντής, ὁ (Μ) ανώτερος αξιωματούχος τής Πύλης, υπεύθυνος να βάζει το μονόγραμμα τού σουλτάνου στα φιρμάνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. nișanci] … Dictionary of Greek